μόραι

μόραι
μόρα
a division
fem nom/voc pl
μόρᾱͅ , μόρα
a division
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μόρᾳ — μόραι , μόρα a division fem nom/voc pl μόρᾱͅ , μόρα a division fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВОЙСКО —    • Exercïtus.     I. У греков.          Об определенной организации войска, какая заключается в понятии слова exercitus, в героическое время еще не может быть и речи. Позднейшее же устройство войска у греков представляло совершенное отражение… …   Реальный словарь классических древностей

  • Καληδονία — Αρχαία ονομασία της Σκοτίας και ειδικά του τμήματος εκείνου που βρίσκεται στα Β του στενού λαιμού που σχηματίζει ο κόλπος Φορθ στα Α και ο κόλπος Κλάιντ στα Δ. Η περιοχή αυτή, εκτεταμένη και ορεινή, αντιστάθηκε σθεναρά στις επεκτατικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”